κομπογιανίτης

κομπογιανίτης
Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και Ιωαννίτης (από τα Ιωάννινα)· ο Δ. Σάρρος ερμήνευε τους κόμπους ως ρίζες βοτάνων και συσχέτιζε το δεύτερο συνθετικό της λέξης με το ρήμα γιαίνω (θεραπεύω)· τέλος, ο Βιζουκίδης θεωρούσε ότι το πρώτο συνθετικό της λέξης κ. προήλθε από τους κόμβους της μαγγανείας με τους οποίους οι ψευτογιατροί υποτίθεται ότι θεράπευαν τους αρρώστους. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, εξαιτίας της ανυπαρξίας μορφωμένων γιατρών, πολλοί αγύρτες, κυρίως από τα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου, περιόδευαν την Ελλάδα, τη Σερβία, τη Βουλγαρία, ακόμα και περιοχές της Μικράς Ασίας, παριστάνοντας τους γιατρούς. Τα άτομα αυτά χρησιμοποιούσαν ως φάρμακα διάφορα βότανα, έμπλαστρα, μερικά χημικά παρασκευάσματα, όπως αμμωνιακό άλας και στυπτηρία (στύψη), ακόμα και μαγικά μέσα. Στην προσπάθειά τους να εντυπωσιάσουν τους αμαθείς πληθυσμούς, φορούσαν περίεργα ρούχα και, συνήθως, έδεναν τα μακριά μαλλιά τους με μια πράσινη ταινία. Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των κ. ήταν απλώς απατεώνες και δεν είχαν καμία σχέση με την ιατρική, ορισμένοι, εξαιτίας της μακρόχρονης εμπειρικής άσκησης του επαγγέλματος, είχαν πολλές φορές επιτυχίες, γεγονός που τους καθιστούσε διάσημους και συμπαθείς. Μεταξύ των τελευταίων αυτών συγκαταλέγονται οι Π. Εξάρχου, I. Περτάλης, Δ. Πολύχρονος και X. Πασχάλογλους ή Πασχάλης. Οι Ιταλοί και οι Επτανήσιοι κ. φορούσαν πολύχρωμα ρούχα και επειδή συνήθως διαλαλούσαν «καλός γιατρός, καλά γιατρικά» ονομάστηκαν και καλογιατροί. Σήμερα, λόγω της προόδου της ιατρικής επιστήμης και της ανόδου του βιοτικού και πνευματικού επιπέδου του λαού, ελάχιστα άτομα εμπιστεύονται πλέον την υγεία τους στα χέρια των κ.
* * *
και κομπογιαννίτης, ο, θηλ. -ισσα
1. πρακτικός γιατρός, αρχικά τής περιοχής Ζαγορίου τής Ηπείρου
2. ψευτογιατρός, ψευτοεπιστήμονας
3. απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κομπώνω «εξαπατώ» + γιαίνω γιατρεύω». Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. προήλθε από κόμπος («κομπόδεμα από βότανα») + Γιαννίτης («πρακτικός γιατρός από τα Γιάννενα»), από όπου και η γραφή με -νν-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κομπογιανίτης — ο θηλ. ισσα 1. εμπειρικός γιατρός, ψευτογιατρός. 2. απατεώνας, αγύρτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανίατρος — ἀνίατρος, ο (Α) αυτός που δεν είναι πράγματι γιατρός, ο κομπογιανίτης (Αριστοτέλης) …   Dictionary of Greek

  • καμποτίνος — ο 1. πλανόδιος ηθοποιός 2. κακός ηθοποιός, θεατρίνος που δεν κατέχει την τέχνη του, χωρίς ταλέντο και αξία 3. μτφ. άνθρωπος χωρίς αξία, που επιδιώκει με αγυρτείες να εμφανιστεί ως σπουδαίος ή να αποκτήσει κοινωνική αξία, αγύρτης, τσαρλατάνος,… …   Dictionary of Greek

  • κομπογιανίτικος — και κομπογιαννίτικος, η, ο [κομπογιανίτης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον κομπογιανίτη, αγυρτικός, ψεύτικος («δεν κάνομε κομπογιαννίτικη πολιτική», Ί. Δραγ.). επίρρ... κομπογιαν(ν)ίτικα με κομπογιανίτικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • κομπογιανιτισμός — και κομπογιαννιτισμός, ο [κομπογιανίτης] 1. το γνώρισμα τού κομπογιανίτη, η άσκηση πρακτικής ιατρικής 2. αγυρτεία, απάτη …   Dictionary of Greek

  • προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • προφητεύω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. προφατεύω Α [προφήτης] 1. είμαι προφήτης, με θεϊκή έμπνευση προλέγω το μέλλον, αποκαλύπτω τις θείες βουλές (α. «είχε και το χάρισμα να προφητεύει» β. «μαντεύεο, Μοίσα, προφατεύσω δ ἐγώ», Πίνδ. γ. «οἱ προφητεύοντες τοῡ ἱεροῡ»,… …   Dictionary of Greek

  • σπασογιατρός — ο, Ν πρακτικός, εμπειρικός γιατρός για κήλη, κομπογιανίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάσ ιμο + συνδετικό φωνήεν ο + γιατρός] …   Dictionary of Greek

  • τσαρλατάνος — Πλανώδιος μικροπωλητής, που πουλάει συνήθως και θαυματουργά φάρμακα προσπαθώντας να προσελκύσει την προσοχή του κοινού με ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα, εντυπωσιακούς ρητορισμούς, τραγουδάκια και ευφυολογήματα. Ο όρος προέρχεται από την ιταλική… …   Dictionary of Greek

  • καμποτίνος — ο (λ. γαλλ.), άνθρωπος χωρίς αξία που επιδιώκει με αγυρτικά μέσα να παρουσιαστεί σαν σπουδαίος, ο κομπογιανίτης: Μη δίνετε σημασία στους καμποτίνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”